Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκοροδόπρασον
σκοροδοπώλης
σκοροδοφαγέω
σκοροδοφαγία
σκοροδόφθαλμος
σκοροδοφόρος
σκόρπειος
σκορπιαίνομαι
σκορπιακός
σκορπιανός
σκορπίζω
σκορπιόδηκτος
σκορπιοειδής
σκορπιόεις
σκορπίοθεν
σκορπιομάχος
σκορπίον
σκορπίος
σκορπίουρος
σκορπιοφόρος
σκορπίς
View word page
σκορπίζω
to scatter, disperse

ShortDef

to scatter, disperse

Debugging

Headword:
σκορπίζω
Headword (normalized):
σκορπίζω
Headword (normalized/stripped):
σκορπιζω
IDX:
80471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80472
Key:

Data

{'content': 'to scatter, disperse'}