Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκόροδον
σκοροδοπανδοκευτριαρτόπωλις
σκοροδόπρασον
σκοροδοπώλης
σκοροδοφαγέω
σκοροδοφαγία
σκοροδόφθαλμος
σκοροδοφόρος
σκόρπειος
σκορπιαίνομαι
σκορπιακός
σκορπιανός
σκορπίζω
σκορπιόδηκτος
σκορπιοειδής
σκορπιόεις
σκορπίοθεν
σκορπιομάχος
σκορπίον
σκορπίος
σκορπίουρος
View word page
σκορπιακός
of or for a scorpion

ShortDef

of or for a scorpion

Debugging

Headword:
σκορπιακός
Headword (normalized):
σκορπιακός
Headword (normalized/stripped):
σκορπιακος
IDX:
80469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80470
Key:

Data

{'content': 'of or for a scorpion'}