Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνομοταγής
ἀνομόϋλος
ἀνονείδιστος
ἀνόνητος
ἀνόξυντος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἀνόπιν
ἄνοπλος
ἄνοπτος
ἀνοράω
ἀνοργάζω
ἀνόργανος
ἀνοργίαστος
ἄνοργος
ἀνορέγω
ἀνορεκτέω
ἀνόρεκτος
ἀνορεξία
ἀνορθιάζω
ἄνορθος
View word page
ἀνοράω
to look up (LSJ ἀνιδεῖν)

ShortDef

to look up (LSJ ἀνιδεῖν)

Debugging

Headword:
ἀνοράω
Headword (normalized):
ἀνοράω
Headword (normalized/stripped):
ανοραω
IDX:
8046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8047
Key:

Data

{'content': 'to look up (LSJ ἀνιδεῖν)'}