Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκοροδομίμητος
σκόροδον
σκοροδοπανδοκευτριαρτόπωλις
σκοροδόπρασον
σκοροδοπώλης
σκοροδοφαγέω
σκοροδοφαγία
σκοροδόφθαλμος
σκοροδοφόρος
σκόρπειος
σκορπιαίνομαι
σκορπιακός
σκορπιανός
σκορπίζω
σκορπιόδηκτος
σκορπιοειδής
σκορπιόεις
σκορπίοθεν
σκορπιομάχος
σκορπίον
σκορπίος
View word page
σκορπιαίνομαι
to be enraged

ShortDef

to be enraged

Debugging

Headword:
σκορπιαίνομαι
Headword (normalized):
σκορπιαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
σκορπιαινομαι
IDX:
80468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80469
Key:

Data

{'content': 'to be enraged'}