Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκοροδίζω
σκορόδιον
Σκοροδομάχοι
σκοροδομίμητος
σκόροδον
σκοροδοπανδοκευτριαρτόπωλις
σκοροδόπρασον
σκοροδοπώλης
σκοροδοφαγέω
σκοροδοφαγία
σκοροδόφθαλμος
σκοροδοφόρος
σκόρπειος
σκορπιαίνομαι
σκορπιακός
σκορπιανός
σκορπίζω
σκορπιόδηκτος
σκορπιοειδής
σκορπιόεις
σκορπίοθεν
View word page
σκοροδόφθαλμος
with eye elongated antero-posteriorly

ShortDef

with eye elongated antero-posteriorly

Debugging

Headword:
σκοροδόφθαλμος
Headword (normalized):
σκοροδόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
σκοροδοφθαλμος
IDX:
80465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80466
Key:

Data

{'content': 'with eye elongated antero-posteriorly'}