Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκορδύλη
σκοροδάλμη
σκοροδίζω
σκορόδιον
Σκοροδομάχοι
σκοροδομίμητος
σκόροδον
σκοροδοπανδοκευτριαρτόπωλις
σκοροδόπρασον
σκοροδοπώλης
σκοροδοφαγέω
σκοροδοφαγία
σκοροδόφθαλμος
σκοροδοφόρος
σκόρπειος
σκορπιαίνομαι
σκορπιακός
σκορπιανός
σκορπίζω
σκορπιόδηκτος
σκορπιοειδής
View word page
σκοροδοφαγέω
eat garlic
ShortDef
eat garlic
Debugging
Headword:
σκοροδοφαγέω
Headword (normalized):
σκοροδοφαγέω
Headword (normalized/stripped):
σκοροδοφαγεω
IDX:
80463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80464
Key:
Data
{'content': 'eat garlic'}