Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνομόσημος
ἀνομοταγής
ἀνομόϋλος
ἀνονείδιστος
ἀνόνητος
ἀνόξυντος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἀνόπιν
ἄνοπλος
ἄνοπτος
ἀνοράω
ἀνοργάζω
ἀνόργανος
ἀνοργίαστος
ἄνοργος
ἀνορέγω
ἀνορεκτέω
ἀνόρεκτος
ἀνορεξία
ἀνορθιάζω
View word page
ἄνοπτος
unseen

ShortDef

unseen

Debugging

Headword:
ἄνοπτος
Headword (normalized):
ἄνοπτος
Headword (normalized/stripped):
ανοπτος
IDX:
8045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8046
Key:

Data

{'content': 'unseen'}