Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄνομος
ἀνομόσημος
ἀνομοταγής
ἀνομόϋλος
ἀνονείδιστος
ἀνόνητος
ἀνόξυντος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἀνόπιν
ἄνοπλος
ἄνοπτος
ἀνοράω
ἀνοργάζω
ἀνόργανος
ἀνοργίαστος
ἄνοργος
ἀνορέγω
ἀνορεκτέω
ἀνόρεκτος
ἀνορεξία
View word page
ἄνοπλος
without the ὅπλον or large shield
ShortDef
without the ὅπλον or large shield
Debugging
Headword:
ἄνοπλος
Headword (normalized):
ἄνοπλος
Headword (normalized/stripped):
ανοπλος
IDX:
8044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8045
Key:
Data
{'content': 'without the ὅπλον or large shield'}