Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκοπιήτης
σκόπιμος
σκοπιωρέομαι
σκοπιωρός
σκοπός
σκοραδᾶν
σκορακίζω
σκορακισμός
σκορακιστέον
σκορδᾶτον
σκορδευτής
σκορδίζω
σκορδινάομαι
σκορδίνημα
σκόρδιον
σκορδοειδής
σκορδύλη
σκοροδάλμη
σκοροδίζω
σκορόδιον
Σκοροδομάχοι
View word page
σκορδευτής
worker in the garlic fields
ShortDef
worker in the garlic fields
Debugging
Headword:
σκορδευτής
Headword (normalized):
σκορδευτής
Headword (normalized/stripped):
σκορδευτης
IDX:
80447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80448
Key:
Data
{'content': 'worker in the garlic fields'}