Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκοπεύω
σκοπέω
σκοπή
σκοπητέον
σκοπιά
σκοπιάζω
σκοπιή
σκοπιήτης
σκόπιμος
σκοπιωρέομαι
σκοπιωρός
σκοπός
σκοραδᾶν
σκορακίζω
σκορακισμός
σκορακιστέον
σκορδᾶτον
σκορδευτής
σκορδίζω
σκορδινάομαι
σκορδίνημα
View word page
σκοπιωρός
cura
ShortDef
cura
Debugging
Headword:
σκοπιωρός
Headword (normalized):
σκοπιωρός
Headword (normalized/stripped):
σκοπιωρος
IDX:
80440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80441
Key:
Data
{'content': 'cura'}