Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκοπελίζω
σκοπελοδρόμος
σκοπελοειδής
σκόπελον
σκόπελος
σκόπευσις
σκοπεύω
σκοπέω
σκοπή
σκοπητέον
σκοπιά
σκοπιάζω
σκοπιή
σκοπιήτης
σκόπιμος
σκοπιωρέομαι
σκοπιωρός
σκοπός
σκοραδᾶν
σκορακίζω
σκορακισμός
View word page
σκοπιά
a lookout-place, a mountain-peak

ShortDef

a lookout-place, a mountain-peak

Debugging

Headword:
σκοπιά
Headword (normalized):
σκοπιά
Headword (normalized/stripped):
σκοπια
IDX:
80434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80435
Key:

Data

{'content': 'a lookout-place, a mountain-peak'}