Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σκόπας
σκοπεῖα
σκοπελίζω
σκοπελοδρόμος
σκοπελοειδής
σκόπελον
σκόπελος
σκόπευσις
σκοπεύω
σκοπέω
σκοπή
σκοπητέον
σκοπιά
σκοπιάζω
σκοπιή
σκοπιήτης
σκόπιμος
σκοπιωρέομαι
σκοπιωρός
σκοπός
σκοραδᾶν
View word page
σκοπή
lookout-place, watchtower; lookout, watch

ShortDef

lookout-place, watchtower; lookout, watch

Debugging

Headword:
σκοπή
Headword (normalized):
σκοπή
Headword (normalized/stripped):
σκοπη
IDX:
80432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80433
Key:

Data

{'content': 'lookout-place, watchtower; lookout, watch'}