Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκονδάμνα
σκοπάρχης
Σκόπας
σκοπεῖα
σκοπελίζω
σκοπελοδρόμος
σκοπελοειδής
σκόπελον
σκόπελος
σκόπευσις
σκοπεύω
σκοπέω
σκοπή
σκοπητέον
σκοπιά
σκοπιάζω
σκοπιή
σκοπιήτης
σκόπιμος
σκοπιωρέομαι
σκοπιωρός
View word page
σκοπεύω
observe
ShortDef
observe
Debugging
Headword:
σκοπεύω
Headword (normalized):
σκοπεύω
Headword (normalized/stripped):
σκοπευω
IDX:
80430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80431
Key:
Data
{'content': 'observe'}