Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνομολογούμενος
ἀνομοούσιος
ἄνομος
ἀνομόσημος
ἀνομοταγής
ἀνομόϋλος
ἀνονείδιστος
ἀνόνητος
ἀνόξυντος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἀνόπιν
ἄνοπλος
ἄνοπτος
ἀνοράω
ἀνοργάζω
ἀνόργανος
ἀνοργίαστος
ἄνοργος
ἀνορέγω
ἀνορεκτέω
View word page
ἀνοπαῖα
unseen

ShortDef

unseen

Debugging

Headword:
ἀνοπαῖα
Headword (normalized):
ἀνοπαῖα
Headword (normalized/stripped):
ανοπαια
IDX:
8042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8043
Key:

Data

{'content': 'unseen'}