Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκόμβρος
σκόμιον
σκονδάμνα
σκοπάρχης
Σκόπας
σκοπεῖα
σκοπελίζω
σκοπελοδρόμος
σκοπελοειδής
σκόπελον
σκόπελος
σκόπευσις
σκοπεύω
σκοπέω
σκοπή
σκοπητέον
σκοπιά
σκοπιάζω
σκοπιή
σκοπιήτης
σκόπιμος
View word page
σκόπελος
a look-out place, a peak, headland
ShortDef
a look-out place, a peak, headland
Debugging
Headword:
σκόπελος
Headword (normalized):
σκόπελος
Headword (normalized/stripped):
σκοπελος
IDX:
80428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80429
Key:
Data
{'content': 'a look-out place, a peak, headland'}