Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνομόλογος
ἀνομολογούμενος
ἀνομοούσιος
ἄνομος
ἀνομόσημος
ἀνομοταγής
ἀνομόϋλος
ἀνονείδιστος
ἀνόνητος
ἀνόξυντος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἀνόπιν
ἄνοπλος
ἄνοπτος
ἀνοράω
ἀνοργάζω
ἀνόργανος
ἀνοργίαστος
ἄνοργος
ἀνορέγω
View word page
ἄνοος
without understanding, foolish, silly
ShortDef
without understanding, foolish, silly
Debugging
Headword:
ἄνοος
Headword (normalized):
ἄνοος
Headword (normalized/stripped):
ανοος
IDX:
8041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8042
Key:
Data
{'content': 'without understanding, foolish, silly'}