Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκολοπενδρώδης
σκολοπηΐς
σκολοπίζω
σκολοπισμός
σκολοποειδής
σκολοπομαχαίριον
σκόλοψ
σκολύθριον
σκόλυθρον
σκόλυθρος
σκόλυμος
σκολυμώδης
σκόμβρος
σκόμιον
σκονδάμνα
σκοπάρχης
Σκόπας
σκοπεῖα
σκοπελίζω
σκοπελοδρόμος
σκοπελοειδής
View word page
σκόλυμος
thistle, an artichoke

ShortDef

thistle, an artichoke

Debugging

Headword:
σκόλυμος
Headword (normalized):
σκόλυμος
Headword (normalized/stripped):
σκολυμος
IDX:
80416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80417
Key:

Data

{'content': 'thistle, an artichoke'}