Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκολόπενδρα
σκολοπένδρειος
σκολόπενδρον
σκολοπενδρώδης
σκολοπηΐς
σκολοπίζω
σκολοπισμός
σκολοποειδής
σκολοπομαχαίριον
σκόλοψ
σκολύθριον
σκόλυθρον
σκόλυθρος
σκόλυμος
σκολυμώδης
σκόμβρος
σκόμιον
σκονδάμνα
σκοπάρχης
Σκόπας
σκοπεῖα
View word page
σκολύθριον
stool

ShortDef

stool

Debugging

Headword:
σκολύθριον
Headword (normalized):
σκολύθριον
Headword (normalized/stripped):
σκολυθριον
IDX:
80413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80414
Key:

Data

{'content': 'stool'}