Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκολιωπός
σκολίωσις
σκόλλυς
σκολλυφόρος
σκολόπαξ
σκολόπενδρα
σκολοπένδρειος
σκολόπενδρον
σκολοπενδρώδης
σκολοπηΐς
σκολοπίζω
σκολοπισμός
σκολοποειδής
σκολοπομαχαίριον
σκόλοψ
σκολύθριον
σκόλυθρον
σκόλυθρος
σκόλυμος
σκολυμώδης
σκόμβρος
View word page
σκολοπίζω
to impale
ShortDef
to impale
Debugging
Headword:
σκολοπίζω
Headword (normalized):
σκολοπίζω
Headword (normalized/stripped):
σκολοπιζω
IDX:
80408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80409
Key:
Data
{'content': 'to impale'}