Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκολίωμα
σκολιωπός
σκολίωσις
σκόλλυς
σκολλυφόρος
σκολόπαξ
σκολόπενδρα
σκολοπένδρειος
σκολόπενδρον
σκολοπενδρώδης
σκολοπηΐς
σκολοπίζω
σκολοπισμός
σκολοποειδής
σκολοπομαχαίριον
σκόλοψ
σκολύθριον
σκόλυθρον
σκόλυθρος
σκόλυμος
σκολυμώδης
View word page
σκολοπηΐς
of one impaled

ShortDef

of one impaled

Debugging

Headword:
σκολοπηΐς
Headword (normalized):
σκολοπηΐς
Headword (normalized/stripped):
σκολοπηις
IDX:
80407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80408
Key:

Data

{'content': 'of one impaled'}