Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκολιόφρων
σκολιώδης
σκολίωμα
σκολιωπός
σκολίωσις
σκόλλυς
σκολλυφόρος
σκολόπαξ
σκολόπενδρα
σκολοπένδρειος
σκολόπενδρον
σκολοπενδρώδης
σκολοπηΐς
σκολοπίζω
σκολοπισμός
σκολοποειδής
σκολοπομαχαίριον
σκόλοψ
σκολύθριον
σκόλυθρον
σκόλυθρος
View word page
σκολόπενδρον
hart's tongue, Scolopendrium officinale

ShortDef

hart's tongue, Scolopendrium officinale

Debugging

Headword:
σκολόπενδρον
Headword (normalized):
σκολόπενδρον
Headword (normalized/stripped):
σκολοπενδρον
IDX:
80405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80406
Key:

Data

{'content': "hart's tongue, Scolopendrium officinale"}