Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκολιοπόρος
σκολιός
σκολιότης
σκολιόφρων
σκολιώδης
σκολίωμα
σκολιωπός
σκολίωσις
σκόλλυς
σκολλυφόρος
σκολόπαξ
σκολόπενδρα
σκολοπένδρειος
σκολόπενδρον
σκολοπενδρώδης
σκολοπηΐς
σκολοπίζω
σκολοπισμός
σκολοποειδής
σκολοπομαχαίριον
σκόλοψ
View word page
σκολόπαξ
poss. ἀσκαλώπας, a woodcock

ShortDef

poss. ἀσκαλώπας, a woodcock

Debugging

Headword:
σκολόπαξ
Headword (normalized):
σκολόπαξ
Headword (normalized/stripped):
σκολοπαξ
IDX:
80402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80403
Key:

Data

{'content': 'poss. ἀσκαλώπας, a woodcock'}