Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκολιοπλόκαμος
σκολιοπόρος
σκολιός
σκολιότης
σκολιόφρων
σκολιώδης
σκολίωμα
σκολιωπός
σκολίωσις
σκόλλυς
σκολλυφόρος
σκολόπαξ
σκολόπενδρα
σκολοπένδρειος
σκολόπενδρον
σκολοπενδρώδης
σκολοπηΐς
σκολοπίζω
σκολοπισμός
σκολοποειδής
σκολοπομαχαίριον
View word page
σκολλυφόρος
wearing a σκόλλυς

ShortDef

wearing a σκόλλυς

Debugging

Headword:
σκολλυφόρος
Headword (normalized):
σκολλυφόρος
Headword (normalized/stripped):
σκολλυφορος
IDX:
80401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80402
Key:

Data

{'content': 'wearing a σκόλλυς'}