Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνομολόγητος
ἀνομολογία
ἀνομόλογος
ἀνομολογούμενος
ἀνομοούσιος
ἄνομος
ἀνομόσημος
ἀνομοταγής
ἀνομόϋλος
ἀνονείδιστος
ἀνόνητος
ἀνόξυντος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἀνόπιν
ἄνοπλος
ἄνοπτος
ἀνοράω
ἀνοργάζω
ἀνόργανος
ἀνοργίαστος
View word page
ἀνόνητος
unprofitable, useless

ShortDef

unprofitable, useless

Debugging

Headword:
ἀνόνητος
Headword (normalized):
ἀνόνητος
Headword (normalized/stripped):
ανονητος
IDX:
8039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8040
Key:

Data

{'content': 'unprofitable, useless'}