Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγρόκηπος
ἀγροκόμος
ἀγρολέτειρα
ἀγρομενής
ἀγρόνδε
ἀγρόνομος
ἀγρονόμος
ἀγροπόνος
ἀγρός
Ἀγροτέρα
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροφύλαξ
ἄγρυκτος
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνητέον
ἀγρυπνητήρ
ἀγρυπνητής
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνία
View word page
ἀγρότερος
wild
ShortDef
wild
Debugging
Headword:
ἀγρότερος
Headword (normalized):
ἀγρότερος
Headword (normalized/stripped):
αγροτερος
IDX:
803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-804
Key:
Data
{'content': 'wild'}