Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκόλιον
σκολιόομαι
σκολιοπλανής
σκολιοπλόκαμος
σκολιοπόρος
σκολιός
σκολιότης
σκολιόφρων
σκολιώδης
σκολίωμα
σκολιωπός
σκολίωσις
σκόλλυς
σκολλυφόρος
σκολόπαξ
σκολόπενδρα
σκολοπένδρειος
σκολόπενδρον
σκολοπενδρώδης
σκολοπηΐς
σκολοπίζω
View word page
σκολιωπός
looking askew
ShortDef
looking askew
Debugging
Headword:
σκολιωπός
Headword (normalized):
σκολιωπός
Headword (normalized/stripped):
σκολιωπος
IDX:
80398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80399
Key:
Data
{'content': 'looking askew'}