Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκολιόκαυλος
σκόλιον
σκολιόομαι
σκολιοπλανής
σκολιοπλόκαμος
σκολιοπόρος
σκολιός
σκολιότης
σκολιόφρων
σκολιώδης
σκολίωμα
σκολιωπός
σκολίωσις
σκόλλυς
σκολλυφόρος
σκολόπαξ
σκολόπενδρα
σκολοπένδρειος
σκολόπενδρον
σκολοπενδρώδης
σκολοπηΐς
View word page
σκολίωμα
a bend, curve

ShortDef

a bend, curve

Debugging

Headword:
σκολίωμα
Headword (normalized):
σκολίωμα
Headword (normalized/stripped):
σκολιωμα
IDX:
80397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80398
Key:

Data

{'content': 'a bend, curve'}