Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκολιόθριξ
σκολιόκαυλος
σκόλιον
σκολιόομαι
σκολιοπλανής
σκολιοπλόκαμος
σκολιοπόρος
σκολιός
σκολιότης
σκολιόφρων
σκολιώδης
σκολίωμα
σκολιωπός
σκολίωσις
σκόλλυς
σκολλυφόρος
σκολόπαξ
σκολόπενδρα
σκολοπένδρειος
σκολόπενδρον
σκολοπενδρώδης
View word page
σκολιώδης
crooked-looking
ShortDef
crooked-looking
Debugging
Headword:
σκολιώδης
Headword (normalized):
σκολιώδης
Headword (normalized/stripped):
σκολιωδης
IDX:
80396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80397
Key:
Data
{'content': 'crooked-looking'}