Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκολιόδ[ειρ]ος
σκολιοδρόμος
σκολιόθριξ
σκολιόκαυλος
σκόλιον
σκολιόομαι
σκολιοπλανής
σκολιοπλόκαμος
σκολιοπόρος
σκολιός
σκολιότης
σκολιόφρων
σκολιώδης
σκολίωμα
σκολιωπός
σκολίωσις
σκόλλυς
σκολλυφόρος
σκολόπαξ
σκολόπενδρα
σκολοπένδρειος
View word page
σκολιότης
crookedness
ShortDef
crookedness
Debugging
Headword:
σκολιότης
Headword (normalized):
σκολιότης
Headword (normalized/stripped):
σκολιοτης
IDX:
80394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80395
Key:
Data
{'content': 'crookedness'}