Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκολιόβουλος
σκολιόγραπτος
σκολιόδ[ειρ]ος
σκολιοδρόμος
σκολιόθριξ
σκολιόκαυλος
σκόλιον
σκολιόομαι
σκολιοπλανής
σκολιοπλόκαμος
σκολιοπόρος
σκολιός
σκολιότης
σκολιόφρων
σκολιώδης
σκολίωμα
σκολιωπός
σκολίωσις
σκόλλυς
σκολλυφόρος
σκολόπαξ
View word page
σκολιοπόρος
with winding passages

ShortDef

with winding passages

Debugging

Headword:
σκολιοπόρος
Headword (normalized):
σκολιοπόρος
Headword (normalized/stripped):
σκολιοπορος
IDX:
80392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80393
Key:

Data

{'content': 'with winding passages'}