Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκολιαίνομαι
σκολιόβουλος
σκολιόγραπτος
σκολιόδ[ειρ]ος
σκολιοδρόμος
σκολιόθριξ
σκολιόκαυλος
σκόλιον
σκολιόομαι
σκολιοπλανής
σκολιοπλόκαμος
σκολιοπόρος
σκολιός
σκολιότης
σκολιόφρων
σκολιώδης
σκολίωμα
σκολιωπός
σκολίωσις
σκόλλυς
σκολλυφόρος
View word page
σκολιοπλόκαμος
with twisted locks

ShortDef

with twisted locks

Debugging

Headword:
σκολιοπλόκαμος
Headword (normalized):
σκολιοπλόκαμος
Headword (normalized/stripped):
σκολιοπλοκαμος
IDX:
80391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80392
Key:

Data

{'content': 'with twisted locks'}