Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκολιάζω
σκολιαίνομαι
σκολιόβουλος
σκολιόγραπτος
σκολιόδ[ειρ]ος
σκολιοδρόμος
σκολιόθριξ
σκολιόκαυλος
σκόλιον
σκολιόομαι
σκολιοπλανής
σκολιοπλόκαμος
σκολιοπόρος
σκολιός
σκολιότης
σκολιόφρων
σκολιώδης
σκολίωμα
σκολιωπός
σκολίωσις
σκόλλυς
View word page
σκολιοπλανής
darting aslant

ShortDef

darting aslant

Debugging

Headword:
σκολιοπλανής
Headword (normalized):
σκολιοπλανής
Headword (normalized/stripped):
σκολιοπλανης
IDX:
80390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80391
Key:

Data

{'content': 'darting aslant'}