Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκοῖπος
σκολιάζω
σκολιαίνομαι
σκολιόβουλος
σκολιόγραπτος
σκολιόδ[ειρ]ος
σκολιοδρόμος
σκολιόθριξ
σκολιόκαυλος
σκόλιον
σκολιόομαι
σκολιοπλανής
σκολιοπλόκαμος
σκολιοπόρος
σκολιός
σκολιότης
σκολιόφρων
σκολιώδης
σκολίωμα
σκολιωπός
σκολίωσις
View word page
σκολιόομαι
to be bent, crooked

ShortDef

to be bent, crooked

Debugging

Headword:
σκολιόομαι
Headword (normalized):
σκολιόομαι
Headword (normalized/stripped):
σκολιοομαι
IDX:
80389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80390
Key:

Data

{'content': 'to be bent, crooked'}