Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκοίκιον
σκοιός
σκοῖπος
σκολιάζω
σκολιαίνομαι
σκολιόβουλος
σκολιόγραπτος
σκολιόδ[ειρ]ος
σκολιοδρόμος
σκολιόθριξ
σκολιόκαυλος
σκόλιον
σκολιόομαι
σκολιοπλανής
σκολιοπλόκαμος
σκολιοπόρος
σκολιός
σκολιότης
σκολιόφρων
σκολιώδης
σκολίωμα
View word page
σκολιόκαυλος
with crooked

ShortDef

with crooked

Debugging

Headword:
σκολιόκαυλος
Headword (normalized):
σκολιόκαυλος
Headword (normalized/stripped):
σκολιοκαυλος
IDX:
80387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80388
Key:

Data

{'content': 'with crooked'}