Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκοίθης
σκοίκιον
σκοιός
σκοῖπος
σκολιάζω
σκολιαίνομαι
σκολιόβουλος
σκολιόγραπτος
σκολιόδ[ειρ]ος
σκολιοδρόμος
σκολιόθριξ
σκολιόκαυλος
σκόλιον
σκολιόομαι
σκολιοπλανής
σκολιοπλόκαμος
σκολιοπόρος
σκολιός
σκολιότης
σκολιόφρων
σκολιώδης
View word page
σκολιόθριξ
with curled hair

ShortDef

with curled hair

Debugging

Headword:
σκολιόθριξ
Headword (normalized):
σκολιόθριξ
Headword (normalized/stripped):
σκολιοθριξ
IDX:
80386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80387
Key:

Data

{'content': 'with curled hair'}