Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκνίψ
σκοίθης
σκοίκιον
σκοιός
σκοῖπος
σκολιάζω
σκολιαίνομαι
σκολιόβουλος
σκολιόγραπτος
σκολιόδ[ειρ]ος
σκολιοδρόμος
σκολιόθριξ
σκολιόκαυλος
σκόλιον
σκολιόομαι
σκολιοπλανής
σκολιοπλόκαμος
σκολιοπόρος
σκολιός
σκολιότης
σκολιόφρων
View word page
σκολιοδρόμος
going in an oblique orbit
ShortDef
going in an oblique orbit
Debugging
Headword:
σκολιοδρόμος
Headword (normalized):
σκολιοδρόμος
Headword (normalized/stripped):
σκολιοδρομος
IDX:
80385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80386
Key:
Data
{'content': 'going in an oblique orbit'}