Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκνίπτω
σκνιφαῖος
σκνίψ
σκοίθης
σκοίκιον
σκοιός
σκοῖπος
σκολιάζω
σκολιαίνομαι
σκολιόβουλος
σκολιόγραπτος
σκολιόδ[ειρ]ος
σκολιοδρόμος
σκολιόθριξ
σκολιόκαυλος
σκόλιον
σκολιόομαι
σκολιοπλανής
σκολιοπλόκαμος
σκολιοπόρος
σκολιός
View word page
σκολιόγραπτος
marked with oblique lines

ShortDef

marked with oblique lines

Debugging

Headword:
σκολιόγραπτος
Headword (normalized):
σκολιόγραπτος
Headword (normalized/stripped):
σκολιογραπτος
IDX:
80383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80384
Key:

Data

{'content': 'marked with oblique lines'}