Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκνιπός2
σκνιποφάγος
σκνίπτω
σκνιφαῖος
σκνίψ
σκοίθης
σκοίκιον
σκοιός
σκοῖπος
σκολιάζω
σκολιαίνομαι
σκολιόβουλος
σκολιόγραπτος
σκολιόδ[ειρ]ος
σκολιοδρόμος
σκολιόθριξ
σκολιόκαυλος
σκόλιον
σκολιόομαι
σκολιοπλανής
σκολιοπλόκαμος
View word page
σκολιαίνομαι
grow crooked

ShortDef

grow crooked

Debugging

Headword:
σκολιαίνομαι
Headword (normalized):
σκολιαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
σκολιαινομαι
IDX:
80381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80382
Key:

Data

{'content': 'grow crooked'}