Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκνιπολογέω
σκνιπός
σκνιπός2
σκνιποφάγος
σκνίπτω
σκνιφαῖος
σκνίψ
σκοίθης
σκοίκιον
σκοιός
σκοῖπος
σκολιάζω
σκολιαίνομαι
σκολιόβουλος
σκολιόγραπτος
σκολιόδ[ειρ]ος
σκολιοδρόμος
σκολιόθριξ
σκολιόκαυλος
σκόλιον
σκολιόομαι
View word page
σκοῖπος
wall-plate

ShortDef

wall-plate

Debugging

Headword:
σκοῖπος
Headword (normalized):
σκοῖπος
Headword (normalized/stripped):
σκοιπος
IDX:
80379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80380
Key:

Data

{'content': 'wall-plate'}