Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκλήρωσις
σκληφρός
σκνιπαῖος
σκνιπολογέω
σκνιπός
σκνιπός2
σκνιποφάγος
σκνίπτω
σκνιφαῖος
σκνίψ
σκοίθης
σκοίκιον
σκοιός
σκοῖπος
σκολιάζω
σκολιαίνομαι
σκολιόβουλος
σκολιόγραπτος
σκολιόδ[ειρ]ος
σκολιοδρόμος
σκολιόθριξ
View word page
σκοίθης
[lexical cite]

ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
σκοίθης
Headword (normalized):
σκοίθης
Headword (normalized/stripped):
σκοιθης
IDX:
80376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80377
Key:

Data

{'content': '[lexical cite]'}