Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκλήρωμα
σκλήρωσις
σκληφρός
σκνιπαῖος
σκνιπολογέω
σκνιπός
σκνιπός2
σκνιποφάγος
σκνίπτω
σκνιφαῖος
σκνίψ
σκοίθης
σκοίκιον
σκοιός
σκοῖπος
σκολιάζω
σκολιαίνομαι
σκολιόβουλος
σκολιόγραπτος
σκολιόδ[ειρ]ος
σκολιοδρόμος
View word page
σκνίψ
a flea

ShortDef

a flea

Debugging

Headword:
σκνίψ
Headword (normalized):
σκνίψ
Headword (normalized/stripped):
σκνιψ
IDX:
80375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80376
Key:

Data

{'content': 'a flea'}