Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληρύνω
σκληρυσμός
σκλήρωμα
σκλήρωσις
σκληφρός
σκνιπαῖος
σκνιπολογέω
σκνιπός
σκνιπός2
σκνιποφάγος
σκνίπτω
σκνιφαῖος
σκνίψ
σκοίθης
σκοίκιον
σκοιός
σκοῖπος
σκολιάζω
σκολιαίνομαι
σκολιόβουλος
σκολιόγραπτος
View word page
σκνίπτω
pinch, nip

ShortDef

pinch, nip

Debugging

Headword:
σκνίπτω
Headword (normalized):
σκνίπτω
Headword (normalized/stripped):
σκνιπτω
IDX:
80373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80374
Key:

Data

{'content': 'pinch, nip'}