Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληρυντικός
σκληρύνω
σκληρυσμός
σκλήρωμα
σκλήρωσις
σκληφρός
σκνιπαῖος
σκνιπολογέω
σκνιπός
σκνιπός2
σκνιποφάγος
σκνίπτω
σκνιφαῖος
σκνίψ
σκοίθης
σκοίκιον
σκοιός
σκοῖπος
σκολιάζω
σκολιαίνομαι
σκολιόβουλος
View word page
σκνιποφάγος
eating

ShortDef

eating

Debugging

Headword:
σκνιποφάγος
Headword (normalized):
σκνιποφάγος
Headword (normalized/stripped):
σκνιποφαγος
IDX:
80372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80373
Key:

Data

{'content': 'eating'}