Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκληρόω
σκληρυντικός
σκληρύνω
σκληρυσμός
σκλήρωμα
σκλήρωσις
σκληφρός
σκνιπαῖος
σκνιπολογέω
σκνιπός
σκνιπός2
σκνιποφάγος
σκνίπτω
σκνιφαῖος
σκνίψ
σκοίθης
σκοίκιον
σκοιός
σκοῖπος
σκολιάζω
σκολιαίνομαι
View word page
σκνιπός2
dim-sighted
ShortDef
stingy
dim-sighted
Debugging
Headword:
σκνιπός2
Headword (normalized):
σκνιπός
Headword (normalized/stripped):
σκνιπος2
IDX:
80371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80372
Key:
Data
{'content': 'dim-sighted'}