Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληρόψυχος
σκληρόω
σκληρυντικός
σκληρύνω
σκληρυσμός
σκλήρωμα
σκλήρωσις
σκληφρός
σκνιπαῖος
σκνιπολογέω
σκνιπός
σκνιπός2
σκνιποφάγος
σκνίπτω
σκνιφαῖος
σκνίψ
σκοίθης
σκοίκιον
σκοιός
σκοῖπος
σκολιάζω
View word page
σκνιπός
stingy

ShortDef

stingy
dim-sighted

Debugging

Headword:
σκνιπός
Headword (normalized):
σκνιπός
Headword (normalized/stripped):
σκνιπος
IDX:
80370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80371
Key:

Data

{'content': 'stingy'}