Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληρόφυλλος
σκληρόψυχος
σκληρόω
σκληρυντικός
σκληρύνω
σκληρυσμός
σκλήρωμα
σκλήρωσις
σκληφρός
σκνιπαῖος
σκνιπολογέω
σκνιπός
σκνιπός2
σκνιποφάγος
σκνίπτω
σκνιφαῖος
σκνίψ
σκοίθης
σκοίκιον
σκοιός
σκοῖπος
View word page
σκνιπολογέω
catch fleas

ShortDef

catch fleas

Debugging

Headword:
σκνιπολογέω
Headword (normalized):
σκνιπολογέω
Headword (normalized/stripped):
σκνιπολογεω
IDX:
80369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80370
Key:

Data

{'content': 'catch fleas'}