Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληρόφυής
σκληρόφυλλος
σκληρόψυχος
σκληρόω
σκληρυντικός
σκληρύνω
σκληρυσμός
σκλήρωμα
σκλήρωσις
σκληφρός
σκνιπαῖος
σκνιπολογέω
σκνιπός
σκνιπός2
σκνιποφάγος
σκνίπτω
σκνιφαῖος
σκνίψ
σκοίθης
σκοίκιον
σκοιός
View word page
σκνιπαῖος
dark

ShortDef

dark

Debugging

Headword:
σκνιπαῖος
Headword (normalized):
σκνιπαῖος
Headword (normalized/stripped):
σκνιπαιος
IDX:
80368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80369
Key:

Data

{'content': 'dark'}