Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληρόφθαλμος
σκληρόφυής
σκληρόφυλλος
σκληρόψυχος
σκληρόω
σκληρυντικός
σκληρύνω
σκληρυσμός
σκλήρωμα
σκλήρωσις
σκληφρός
σκνιπαῖος
σκνιπολογέω
σκνιπός
σκνιπός2
σκνιποφάγος
σκνίπτω
σκνιφαῖος
σκνίψ
σκοίθης
σκοίκιον
View word page
σκληφρός
slender, slight, thin

ShortDef

slender, slight, thin

Debugging

Headword:
σκληφρός
Headword (normalized):
σκληφρός
Headword (normalized/stripped):
σκληφρος
IDX:
80367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80368
Key:

Data

{'content': 'slender, slight, thin'}