Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκληροφθαλμία
σκληρόφθαλμος
σκληρόφυής
σκληρόφυλλος
σκληρόψυχος
σκληρόω
σκληρυντικός
σκληρύνω
σκληρυσμός
σκλήρωμα
σκλήρωσις
σκληφρός
σκνιπαῖος
σκνιπολογέω
σκνιπός
σκνιπός2
σκνιποφάγος
σκνίπτω
σκνιφαῖος
σκνίψ
σκοίθης
View word page
σκλήρωσις
hardening
ShortDef
hardening
Debugging
Headword:
σκλήρωσις
Headword (normalized):
σκλήρωσις
Headword (normalized/stripped):
σκληρωσις
IDX:
80366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80367
Key:
Data
{'content': 'hardening'}