Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκληρουργός
σκληροφθαλμία
σκληρόφθαλμος
σκληρόφυής
σκληρόφυλλος
σκληρόψυχος
σκληρόω
σκληρυντικός
σκληρύνω
σκληρυσμός
σκλήρωμα
σκλήρωσις
σκληφρός
σκνιπαῖος
σκνιπολογέω
σκνιπός
σκνιπός2
σκνιποφάγος
σκνίπτω
σκνιφαῖος
σκνίψ
View word page
σκλήρωμα
induration
ShortDef
induration
Debugging
Headword:
σκλήρωμα
Headword (normalized):
σκλήρωμα
Headword (normalized/stripped):
σκληρωμα
IDX:
80365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80366
Key:
Data
{'content': 'induration'}